- ανερέθιστος
- ος , ον нераздражённый, невозбуждённый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανερέθιστος — η, ο αυτός που δεν έχει ερεθιστεί, εξαγριωθεί ή δεν είναι επιδεκτικός ερεθισμού 2. Ιατρ. αυτός που δεν παρουσιάζει φλόγωση ή ερεθισμό … Dictionary of Greek
αδιέγερτος — η, ο [διεγείρω] αυτός που δεν διεγέρθηκε ή δεν μπορεί να διεγερθεί, ο ανερέθιστος … Dictionary of Greek